-
1 βαλβις
- ῖδος ἥ тж. pl.ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμέ τε καὴ τουτονί Arph. — позволь мне вступить с ним в соревнование;
βαλβίδων ἄπο Eur. — с самого начала;β. λυπηρὰ βίου Eur. — печальная кончина2) зубцы городских стен(βαλβίδων ἐπ΄ ἄκρων Soph.)
-
2 βαλβίς
A rope drawn across the race-course at the starting and finishing-point: mostly in pl., posts to which this rope was attached, Ar.Eq. 1159: so in sg., turning-post,νῆσος β. ξεστῇ εἴκασται Philostr.VA5.5
: also, platform from which the quoit was thrown, Id.Im.1.24: hence, any starting-point, Antipho Soph.69;βαλβίδων ἄπο E.HF 867
, cf. Ar.V. 548: metaph., ;ἐκ β. εἰς τέρμα Them.Or.13.177d
;β. λόγου βέβληται Philostr.VS2.20.3
;βιβλίου AP4.3b
.75 (Agath.); but, edge, ib.39.II since the starting-point was also the goal, βαλβῖδες was used for any point to be gained, as the battlements (by one scaling a wall), S.Ant. 131 (lyr.), cf. Lyc.287, Opp.C.1.513.III = κοιλότης παραμήκης, Gal.19.87; v. foreg. -
3 βαλβίς
βαλβίς, ῖδος, ἡ, die Schranke in der Rennbahn, nach B. A. p. 220 ξύλα δύο τῶν δρομέων, ἀφ' ὧν σχοινίον τι διατέταται, ὃ καλεῖται βαλβίς, ἵνα ἐντεῠϑεν ἐκδράμωσιν οἱ ἀγωνιζόμενοι, ähnl. andere VLL.; ἄφες ἀπὸ βαλβίδων ἐμέ Ar. Equ. 1159; Sp. Auch der Standort, von dem aus man den Diskus wirst, Philostr. – Uebertr., Mauerzinne, Soph. Ant. 131; Schwelle, Eur. Herc. fur. 867; Grundlage, Philostr. Bei Agath. prooem. β. ϑαλάσσης, die Wasserfläche. – Dah. a) Anfang, εὐϑὺς ἀπὸ βαλβίδων Ar. Vesp. 548; λόγου Philostr. – b) Ende, βίου Eur. Med. 1244; Lycophr 287; Opp. C. 1, 513.
См. также в других словарях:
μοτοσικλέτα — Οδικό όχημα με κινητήρα και δύο (ή σπανιότερα τρεις) τροχούς, για μεταφορά προσώπων ή και εμπορευμάτων. Όπως το αυτοκίνητο προήλθε από τις άμαξες, στις οποίες τοποθετήθηκαν κινητήρες ατμού ή εσωτερικής καύσης, έτσι και οι πρώτες μ. γεννήθηκαν από … Dictionary of Greek
ανατομία — Η επιστήμη που μελετά τη μορφή και τη δομή των έμβιων οργανισμών. Υποδιαιρείται σε α. των φυτών, α. των ζώων και α. του ανθρώπου. Η τελευταία διαιρείται και αυτή σε δύο βασικούς κλάδους: την περιγραφική και την τοπογραφική. Η περιγραφική… … Dictionary of Greek
καρδιά — Μυώδες κοίλο όργανο με τέσσερις χώρους, η λειτουργία του οποίου είναι θεμελιώδης για την κυκλοφορία του αίματος, καθώς παραλαμβάνει το αίμα από τις φλέβες και ως αντλία το τροφοδοτεί στις αρτηρίες. Η κ. του ανθρώπου βρίσκεται στο πρόσθιο μέσο… … Dictionary of Greek
ενδοκαρδίτιδα — Φλεγμονή του ενδοκαρδίου ή και των καρδιακών βαλβίδων, που συνήθως οφείλεται σε δευτεροπαθή βακτηριδιακή λοίμωξη, αλλά και σε άλλους παθογόνους παράγοντες. Η κλινική εικόνα περιλαμβάνει γενικά ταχυκαρδία, πυρετό, συμπτώματα εγκατεστημένης… … Dictionary of Greek
αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… … Dictionary of Greek
εξέταση — I Δοκιμασία ή σύνολο δοκιμασιών που αποβλέπουν στον έλεγχο των γνώσεων των μαθητών και στην απονομή ενός τίτλου σπουδών. Συναφής προς την ε. όρος είναι ο διαγωνισμός, αλλά οι δύο έννοιες διαφέρουν ουσιαστικά μεταξύ τους ως προς τον σκοπό, το… … Dictionary of Greek
ρευματισμός — Κατά την κοινή ορολογία σημαίνει επώδυνη πάθηση του μυοσκελετικού συστήματος (οστά, αρθρώσεις, μύες και τένοντες)· η ιατρική, αντίθετα, με τον όρο αυτό αναφέρεται σε μια ομάδα νοσημάτων, που έχουν μερικά κοινά παθογενετικά και ανατομοπαθολογικά… … Dictionary of Greek
ηχοκαρδιογραφία — Εξέταση που χρησιμοποιεί τους υπερήχους (συχνότητας μεγαλύτερης των 20 kHz που δεν γίνονται αντιληπτοί από τον άνθρωπο), οι οποίοι επιτρέπουν στον γιατρό να σχηματίζει εικόνα της εσωτερικής δομής της καρδιάς και των κινήσεών της. Ένα εξάρτημα που … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
κινητήρας — Μηχανή η οποία παράγει μηχανική ενέργεια απορροφώντας ενέργεια άλλης μορφής, συνηθέστερα θερμική, ηλεκτρική ή υδραυλική. Η ποσότητα της απορροφώμενης ενέργειας είναι πάντοτε μεγαλύτερη από την ποσότητα της παραγόμενης, εξαιτίας των απωλειών που… … Dictionary of Greek
λέμφος — Διαυγές ή ελαφρώς θολερό υγρό, που κυκλοφορεί στο λεμφικό σύστημα των θηλαστικών και του ανθρώπου. Λ. ονομάζεται επίσης το υγρό στα διάκενα των ιστών και των κυττάρων. Η λ. σχηματίζεται με συμμετοχή του πλάσματος του αίματος, που διϊδρώνεται από… … Dictionary of Greek